- λιπεσάνωρ
- λῐπεσάνωρ [ᾱ], ορος, ἡ,A forsaker of her husband, of Helen, Stesich. 26.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπεσάνωρ — ή λιπεσήνωρ ορος, ἡ (Α) (για την Ελένη) αυτή που εγκατέλειψε τον άνδρα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπεσ παρεκτεταμένη μορφή τού λιπ(ο) * + ανωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δυσ άνωρ, πολυ άνωρ] … Dictionary of Greek
λιπεσάνορας — λιπεσάνωρ forsaker of her husband masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)